- πυματηγορος
- πυματηγόροςπῠμᾰτ-ηγόρος2говорящий после, т.е. воспроизводящий, повторяющий (чьи-л. слова)
(ἠχώ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἠχώ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυματηγόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυματηγόρος — ον, Α αυτός που μιλά τελευταίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύματος «έσχατος, τελευταίος» + ηγορος (< ἀγορά / ἄγορος), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βουλ ηγόρος)] … Dictionary of Greek